- στεφανοπώλης
- ο, θηλ. στεφανοπωλήτρια ΝΑ, θηλ. και στεφανόπωλις, -ώλιδος, Απωλητής στεφάνωναρχ.(το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Στεφανοπώλιδεςτίτλος κωμωδίας τού Ευβούλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεφανοπώλης — dealer in crowns masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοπῶλαι — στεφανοπώλης dealer in crowns masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
στεφανοπωλήτρια — η, ΝΑ βλ. στεφανοπώλης … Dictionary of Greek